- ὀχευτικῶς
- ὀχευτικόςsalaciousadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οχευτικός — ὀχευτικός, ή, όν (Α) [οχευτής] 1. (για ζώα) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οχευτή 2. ο επιτήδειος στην οχεία ή αυτός που έχει την τάση να οχεύει 3. (για πρόσ. και ζώα) λάγνος. επίρρ... ὀχευτικῶς (Α) με τρόπο που προσιδιάζει σε οχευτή … Dictionary of Greek
οχώμαι — ὀχῶμαι, άομαι (Α) 1. πηδώ 2. (η μτχ. αρσ. ενεργ. ενεστ.) ὀχῶν (κατά τον Ησύχ.) «ὀχευτικῶς ἔχων». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οχεύω] … Dictionary of Greek